Έκθεση αποκαλύπτει την πραγματική πρόθεση πίσω από την εκστρατεία παραπληροφόρησης των ΗΠΑ " Τυφώνα Βολτ"

人民网

      (Λαϊκή Καθημερινή Online)Τρίτη 09 Ιουλίου 2024

      Το λεγόμενο αφήγημα απειλής στον κυβερνοχώρο με την ονομασία “Τυφώνας Βολτ (Volt Typhoon)” είναι μια εκστρατεία παραπληροφόρησης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα κινεζικής έρευνας.

      Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ έχουν κατασκευάσει και διαφημίσει την “κυβερνοαπειλή από την Κίνα (Τυφώνας Βολτ)” με σκοπό να πιέσουν για την έγκριση του Άρθρου 702 του Νόμου περί Παρακολούθησης Εξωτερικών Πληροφοριών των ΗΠΑ, ενός νόμου που επιτρέπει την παρακολούθηση χωρίς ένταλμα και προβλέπει την έγκριση μεγαλύτερου προυπολογισμού από το Κογκρέσο των ΗΠΑ.

      Τον Μάιο του 2023, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους “Πέντε μάτια (Five Eyes)” (μαζί με τις ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο) κυκλοφόρησαν μια προειδοποίηση, υποστηρίζοντας ότι ένας χάκερ που ονόμασαν “Τυφώνας Βολτ” είχε ξεκινήσει δραστηριότητες κατασκοπείας στοχεύοντας βασικές υποδομές των ΗΠΑ και ότι ο χάκερ αυτός ανήκε σε ένα οργανισμό που έχει την έγκριση της κινεζικής κυβέρνησης.

      Σε απάντηση, το Εθνικό Κέντρο Αντιμετώπισης Έκτακτης Ανάγκης για Ιούς Υπολογιστών της Κίνας και άλλες τεχνικές ομάδες ξεκίνησαν ανάλυση ιχνηλασιμότητας και εξέδωσαν έκθεση έρευνας τον Απρίλιο.

      Μια νέα έκθεση της κινέζικης ομάδας αποκάλυψε ότι ο “Τυφώνας Βολτ” είναι μια τυπική περίπτωση παραπληροφόρησης που διευθύνεται στρατηγικά από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ και στην οποία συμμετείχαν από κοινού πολιτικοί των ΗΠΑ κατά της Κίνας και αρχές κυβερνοασφάλειας των χωρών “Πέντε μάτια”.

      Σύμφωνα με την έκθεση, το σχέδιο ξεκίνησε στις αρχές του 2023 ή και νωρίτερα, με στόχο την περαιτέρω εδραίωση και ενίσχυση των δυνατοτήτων διείσδυσης του δικτύου των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, ιδίως με την ενίσχυση της ικανότητάς τους να επιτίθενται σε εξωτερικούς στόχους και να αποτρέπουν τους αντιπάλους τους, καθώς και την ικανότητά τους να παρακολουθούν και να ελέγχουν τον εγχώριο πληθυσμό.

      Το σχέδιο αποτελούνταν από τρεις φάσεις με σαφείς στόχους για την προώθηση της επανέγκρισης του Άρθρου 702.

      Στις 19 Απριλίου, η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε την εκ νέου εξουσιοδότηση με ψήφους 60-34. Αυτή η εκ νέου εξουσιοδότηση παρατείνει την αρχή επιτήρησης για δύο ακόμη χρόνια, επιτρέποντας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να συνεχίσει να συλλέγει επικοινωνίες μη Αμερικανών που βρίσκονται εκτός της χώρας χωρίς ένταλμα.

      Τα δεδομένα αποκάλυψαν ότι από τον Μάιο του 2023 έως τον Ιανουάριο του 2024, οι οργανισμοί χάκινγκ (hacking) που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ πραγματοποίησαν περισσότερες από 45 εκατομμύρια επιθέσεις στον κυβερνοχώρο - όλες εξουσιοδοτημένες από το Άρθρο 702 - εναντίον κινεζικών κυβερνητικών φορέων, ακαδημιών, ινστιτούτων επιστημονικής έρευνας, επιχειρήσεων και υποδομών ζωτικής σημασίας.

      Αποκαλώντας τις κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, τον εγκέφαλο πίσω από τον “Τυφώνα Βολτ”, η έκθεση περιέγραψε μια τέτοια κίνηση ως το αναπόφευκτο προϊόν του διεθνούς ηγεμονισμού που οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να διατηρήσουν.

      Η έκθεση ανέφερε ότι παρόμοιες με τον “Τυφώνα Βολτ” αφηγήσεις θα συνεχίσουν να επινοούνται και να εφαρμόζονται από τις επόμενες κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Υπό τον έλεγχο των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, οι αμερικανικές εταιρείες κυβερνοασφάλειας θα κατασκευάζουν περισσότερες ψευδείς αφηγήσεις για «κυβερνοεπιθέσεις που χρηματοδοτούνται από ξένες κυβερνήσεις», εξαπατώντας διαρκώς το Κογκρέσο να εγκρίνει μεγαλύτερους προϋπολογισμούς, αυξάνοντας το χρέος των Αμερικανών φορολογουμένων.

      Η έκθεση ανέφερε ότι το Άρθρο 702 καλύπτει με τον όρο σοβαρές απειλές όχι μόνο σοβαρές απειλές για τους Αμερικανούς, αλλά και σοβαρές απειλές για χώρες σε όλο τον κόσμο όσον αφορά την κρατική τους κυριαρχία και την ιδιωτική ζωή των πολιτών τους.

      Καλούνται λοιπόν οι κυβερνήσεις και οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο να αντιταχθούν σθεναρά και να αντισταθούν στην πράξη των ΗΠΑ να κάνουν χρήση του πλεονεκτήματός τους στην τεχνολογία του κυβερνοχώρου, η οποία θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία άλλων χωρών και τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα άλλων λαών.